-
1 нагрузка
(мех., эл.) το φορτί/ο, η φόρτισητο φόρτωμαраспределять - у διανέμω/μοιράζω το -сбрасывать - у эл. μειώνω το -снимать - у мех. αφαιρώ/βγάζω το -активная эл. - ενεργό -базовая эл. - βάσης- весов предельная μέγιστο - των βαρών/της ζυγαριάςнесимметричная эл. - ασύμμετρο -посадочная ав. - της προσγείωσηςравномерная - ισομερές -, ομοιόμορφο -сжимающая мех. - της σύνθλιψηςсимметричная эл. - συμμετρικό -тормозная - της πέδης/του φρένουтяговая ав. - της ώσηςциклическая мех. - κυκλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрузка
-
2 утка
1. (аэродинамическая схема самолёта) το αεροδυναμικό σχήμα του αεροπλάνου/αεροσκάφουςτο κανάρντ (ξεν.)2. мор. о τύλος, ο τάκοςη δέστρα (των συρμάτων από ράβδο)3. зоол. η νήσσα, η πάπια 4. мед. το ουροδοχείο, το δοχείο ούρησης (του ασθενή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утка